- ἐκδύσῃς
- ἐκδύ̱σῃς , ἐκδύωtake offaor part act fem dat pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκδύσης — ἔκδυσις getting out fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐκδύ̱σης , ἐκδύω take off aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκδυση — Φαινόμενο που παρατηρείται κατά περιόδους σε πολλά ζώα και συνίσταται στην ανανέωση ολόκληρου ή μέρους του περιβλήματός τους ή των παραγώγων του. Η έ. είναι απαραίτητη στα αρθρόποδα για την αύξηση του σώματός τους, επειδή το περίβλημά τους… … Dictionary of Greek
πτερόρροια — η, ΝΜ παλαιότερος χαρακτηρισμός για το φαινόμενο τής έκδυσης στα πτηνά, πτερορρύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + ρροια (< ρρους < ῥέω), πρβλ. αιμό ρροια] … Dictionary of Greek
λέπια — Δερμικοί σχηματισμοί οστέινης ή κεράτινης φύσης, οι οποίοι χρησιμεύουν για την επένδυση μερών ή ολόκληρου του σώματος σε πολλά ζώα τα οποία ανήκουν σε διάφορες ομοταξίες σπονδυλωτών. Τα λ. των ψαριών είναι οστέινης φύσης και χωρίζονται σε δύο… … Dictionary of Greek